ἀειζωία

ἀειζωία
ἀειζωίᾱ , ἀειζωία
everlasting life
fem nom/voc/acc dual
ἀειζωίᾱ , ἀειζωία
everlasting life
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αειζωία — ἀειζωία, η (AM) [ἀείζωος] (στην εκκλ. γλώσσα) αιώνια, ατελεύτητη ζωή, αθανασία …   Dictionary of Greek

  • ἀειζωίας — ἀειζωίᾱς , ἀειζωία everlasting life fem acc pl ἀειζωίᾱς , ἀειζωία everlasting life fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειζωίαν — ἀειζωίᾱν , ἀειζωία everlasting life fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αείζωος — ἀείζωος, ον και συνηρ. ζως, ων (AM) αυτός που ζει, που υπάρχει αιώνια, αθάνατος, άφθαρτος, διαρκής, αιώνιος αρχ. 1. (για φυτά) αειθαλής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀείζωον γένος φυτών που ταυτίζεται με το σημερινό γένος Σεμπερβίβο (Sempervivum) ἀείζωον …   Dictionary of Greek

  • αειζωότης — ἀειζωότης ( ότητος), η (Α) [ἀείζωος] η αειζωία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”